Το
«Θωρηκτό Ποτέμκιν»
στην
Κινηματογραφική Λέσχη Πεύκης
Με ένα από τα κορυφαία έργα της παγκόσμιας
κινηματογραφίας, που ενέπνευσε δεκάδες μεταγενέστερους
σκηνοθέτες και αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης διαχρονικά, κυρίως λόγω των
επαναστατικών αλλαγών που επέφερε στην τέχνη του μοντάζ, το θρυλικό «Θωρηκτό Ποτέμκιν» (Battleship
Potemkin) / (Бронено́сец “Потёмкин”) του Σεργκέι
Αϊζενστάιν (1898-1948) ξεκινάει τις προβολές της η Κινηματογραφική Λέσχη Πεύκης την Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2017 στις 20.00 στο Δημοτικό Θέατρο Πεύκης (Χρ. Σμύρνης & Ρ. Φεραίου) με την
υποστήριξη του Ινστιτούτου Γκαίτε και σε συνδιοργάνωση με το Ν.Π.Δ.Δ. του Δήμου Λυκόβρυσης - Πεύκης
Περιβάλλον - Αθλητισμός - Πολιτισμός «ΠΕ.Α.Π.».
Η ιστορία του πραγματικού Θωρηκτού Ποτέμκιν
Στις 27 Ιουνίου του 1905 οι ναύτες του θωρηκτού, το οποίο έφερε την ονομασία «Πρίγκιπας Ποτέμκιν της Ταυρίδας», είχε καθελκυστεί επτά χρόνια νωρίτερα και, ως μέρος του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας, θεωρούνταν το πλέον σύγχρονο και δυνατό πολεμικό πλοίο της κατηγορίας του, εξεγέρθηκαν εναντίον των αξιωματικών. Αφορμή στάθηκε το αλλοιωμένο κρέας του συσσιτίου που οι ναύτες αρνήθηκαν να φάνε και παραπονέθηκαν στους ανωτέρους τους, με αποτέλεσμα την εν ψυχρώ εκτέλεση του εκπροσώπου τους Γκριγκόρι Βακουλίντσουκ από τον αξιωματικό Ιππόλυτο Γκιλιαρόβσκι, που προκάλεσε την οργή των ναυτών και την εξέγερσή τους. Όταν το πλοίο πέρασε στην κατοχή τους, οι ναύτες οργάνωσαν μία επιτροπή, με επικεφαλής τον Αφανάσι Ματουσένκο και αποφάσισαν να πλεύσουν προς την Οδησσό, όπου είχε ξεκινήσει γενική απεργία. Στην Οδησσό πια η κηδεία του Βακουλίντσουκ μετατράπηκε σε πολιτική διαμαρτυρία, την οποία προσπάθησε να καταπνίξει ο στρατός. Το θωρηκτό κυνηγημένο απέπλευσε για λιμάνια της Ρουμανίας και της Κριμαίας όπου όμως δεν επετράπη ο ελλιμενισμός του. Τελικώς χωρίς φαγητό και νερό οι ναύτες του Ποτέμκιν αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Κωνστάντζα, όπου οι Ρουμάνοι δέχτηκαν να τους προσφέρουν άσυλο και προμήθειες, με την προϋπόθεση να το εγκαταλείψουν. Έτσι οι ναύτες παρέδωσαν το Ποτέμκιν, το οποίο πέρασε πάλι στα χέρια του ρωσικού ναυτικού. Η ανταρσία ωστόσο θεωρήθηκε «προάγγελος» της Οκτωβριανής Επανάστασης (1917) και έτσι την είχε θεωρήσει και ο Βλαντιμίρ Λένιν δηλώνοντας ότι το «Ποτέμκιν» έμεινε «ένα ανίκητο έδαφος της επανάστασης και, όποια και αν ήταν η τύχη του, έχουμε μπροστά μας ένα αναμφισβήτητο και σημαντικότατο γεγονός: την απόπειρα σχηματισμού ενός πυρήνα επαναστατικού στρατού».
Η ιστορία της ταινίας
Το 1925, η κρατική υπηρεσία κινηματογραφίας της Σοβιετικής Ένωσης Γκασκινό ανέθεσε στο μεγάλο σοβιετικό θεωρητικό του κινηματογράφου και σκηνοθέτη, Σεργκέι Αϊζενστάιν να γυρίσει μια ταινία με αφορμή τη συμπλήρωση 20 χρόνων από την επανάσταση του 1905. Κι εκείνος παρότι το περιστατικό του «Ποτέμκιν» δεν ξεπερνούσε τις δύο σελίδες στο σενάριο που είχε μπροστά του, γύρισε ένα ασπρόμαυρο, βωβό κινηματογραφικό έπος, διάρκειας 65 λεπτών, αποτελούμενο από πέντε επεισόδια: «Άνδρες και Σκουλήκια» (οι ναύτες διαμαρτύρονται για το χαλασμένο φαγητό), «Δράμα στο λιμάνι» (οι ναύτες επαναστατούν), «Ένας νεκρός καλεί για δικαιοσύνη» (ο λαός της Οδησσού κλαίει το νεκρό αρχηγό), «Τα σκαλιά της Οδησσού» (Οι στρατιώτες του Τσάρου αιματοκυλούν την Οδησσό), και «Συνάντηση με τη ναυτική μοίρα» (οι τσαρικές δυνάμεις ενώνονται με τους στασιαστές του Ποτέμκιν). Ο Αϊζενστάιν χρησιμοποίησε ερασιτέχνες ηθοποιούς για να αποδώσουν καλύτερα τους χαρακτήρες της ταινίας και, ενώ έμεινε πιστός στα ιστορικά γεγονότα, επινόησε ένα δικό του φινάλε σύμφωνα με το οποίο στην Οδησσό οι ναύτες και οι στρατιώτες συμφιλιώνονται και το θωρηκτό Ποτέμκιν διέρχεται νικηφόρα ανάμεσα από το στόλο με την κόκκινη σημαία της επανάστασης (κόκκινη πραγματικά γιατί ο Αϊζενστάιν φρόντισε να χρωματίσει το καρέ) να ανεμίζει στο κατάρτι.
«Το Θωρηκτό Ποτέμκιν», που συγκαταλέγεται μεταξύ των 10 σημαντικότερων ταινιών στην ιστορία του κινηματογράφου, είναι ένα «ρεσιτάλ» σκηνοθεσίας και μοντάζ που διδάσκεται σε όλες τις κινηματογραφικές σχολές του κόσμου, καθώς σ’ αυτήν ο Αϊζενστάιν, πέρα απ’ όλα τα άλλα, εισήγαγε επαναστατικές τεχνικές στην αφήγηση, όπως η ρεαλιστική (για τα δεδομένα της εποχής) περιγραφή των συγκρούσεων και η απεικόνιση των χαρακτήρων με τέτοιο τρόπο, ώστε ο θεατής να ταυτίζεται με τους εξεγερμένους. Εισηγήθηκε όμως και τη δημιουργία του περίφημου «μοντάζ-ατραξιόν».
Κορυφαία στιγμή της ταινίας θεωρείται το τέταρτο επεισόδιο με το μακελειό στα σκαλιά της Οδησσού, που έχει καταχωρηθεί ως η καλύτερη σκηνή στην ιστορία του κινηματογράφου. Έχει ως θέμα τη βία που άσκησαν οι άνδρες της Λευκής Φρουράς του Τσάρου εναντίον του λαού. Το διασκορπισμένο και πανικοβλημένο πλήθος που κατεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά κι αμέσως μετά οι Λευκοφρουροί, που σχεδόν μηχανικά με στρατιωτικό βηματισμό, κατεβαίνουν πυροβολώντας, παρουσιάζονται από τον Αϊζενστάιν με εναλλαγές πλάνων, που συγκρούονται και αντιπαρατίθενται με μια ρυθμική θαυμαστής ακρίβειας και αποτελεσματικότητας.
Αυτή η σκηνή είναι το καλύτερο παράδειγμα της θεωρίας του Αϊζενστάιν περί του λεγόμενου ως «ιδεολογικό μοντάζ» (μοντάζ-ατραξιόν), η άμεση δηλ. διαδοχή δύο κινηματογραφικών πλάνων, που πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να προκαλεί σοκ στον θεατή. Πολλοί κατοπινοί σκηνοθέτες έχουν αποτίσει φόρο τιμής στη συγκεκριμένη σκηνή, όπως ο Μπράιαν Ντε Πάλμα («Οι Αδιάφθοροι»), Φράνσις Φορντ Κόπολα («Ο Νονός»), Τζορτζ Λούκας («Πόλεμος των Άστρων: Η εκδίκηση των Σιθ»), ενώ κάποιοι άλλοι βρήκαν την ευκαιρία να τη διακωμωδήσουν, όπως ο Γούντι Άλεν («Μπανάνες», «Ο Ειρηνοποιός»), Τζέρι Τζάκερ («Τρελές Σφαίρες 33 1/3») και Τέρι Γκίλιαμ («Μπραζίλ»).
Το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» έκανε πρεμιέρα στη Μόσχα στις 21 Δεκεμβρίου 1925, χωρίς να σημειώσει τότε ιδιαίτερη επιτυχία…
Η μουσική της ταινίας
Τα γυρίσματα του «Θωρηκτού Ποτέμκιν» τελείωσαν στις 30 Νοεμβρίου 1925 και η ταινία έπρεπε να ολοκληρωθεί μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου, όταν θα γιορτάζοταν η επέτειος. Η Γκασκινό κάλεσε την Ορχήστρα του Θεάτρου Μπαλσόι να συνοδεύσει την ταινία, η οποία όμως το θεώρησε δύσκολο εγχείρημα, λέγοντας χαρακτηριστικά «πώς να περιγράψουμε τα σκουλήκια στο κρέας με μουσική;» Παρόλα αυτά κι ενώ ο Αϊζενστάιν δούλευε μέχρι την τελευταία στιγμή στην ταινία, κόβοντας και ράβοντας σκηνές, η ορχήστρα ετοίμασε αποσπάσματα από κάποια κλασικά έργα του Μπετόβεν και του Τσαϊκόφσκι, όπως συνηθιζόταν τότε.
Για τις προβολές όμως στο Βερολίνο την άνοιξη του 1926 εξασφαλίστηκε η συνεργασία του Έντμουντ Μάιζελ (1894 - 1930) ως συνθέτη και μαέστρου. Η μουσική γράφτηκε υπό φοβερή χρονική πίεση, σε μόλις 12 ημέρες και η πρεμιέρα της στο Βερολίνο έγινε στις 29 Απριλίου 1926.
Στη συνέχεια η ταινία προωθήθηκε στην Ευρώπη και αργότερα στην Αμερική, όμως συχνά γίνονταν διάφορες μετατροπές. Η πρώτη προήλθε από το κομμουνιστικό κόμμα, όταν ο Στάλιν απέκτησε μεγάλη δύναμη και συγχρόνως απομάκρυνε τον Τρότσκι από τη θέση του στο κόμμα. Έτσι έπρεπε να αλλάξει το μότο του Τρότσκι, το οποίο ο Αϊζενστάιν είχε επιλέξει για την αρχή της ταινίας, και υπήρχε στις κόπιες μέχρι το 1930. Αυτό αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από ένα μότο του Λένιν. Το μότο του Τρότσκι επιβίωσε μόνο σε μία εκδοχή της Κινηματογραφικής Εταιρίας του Λονδίνου το 1929, μεταφρασμένο στα αγγλικά. Το 1949 στη Ρωσία άλλαξαν και το μότο του Λένιν και η ταινία παρουσιάστηκε με νέα μουσική του Ρώσου συνθέτη Νικολάι Κριούκοφ, ενώ στην προβολή της ταινίας το 1976 στη Μόσχα, για τα 50 χρόνια της, επανήλθε το μότο του Λένιν με μουσική από πέντε Συμφωνίες (4,5,8, 10 και 11) του Ντιμίτρι Σοστακόβιτς.
Σκηνοθεσία:
Sergej Eisenstein
Σενάρο:
Sergei Eisenstein, Nina Agadjhanova
Φωτογραφία:
Eduard Tisse
Παίζουν:
Aleksandr Antonov, Vladimir Barskiy, Grigoriy Aleksandrov
Διάρκεια:
70΄ (Ψηφιακά αποκατεστημένη 70λεπτη εκδοχή της ταινίας που προβλήθηκε στη
γερμανική πρεμιέρα το 1926 στο Βερολίνο)
Είσοδος
ελεύθερη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου