του Μανώλη Βαρδή ( http://www.democracycrisis.com )
Αυτή τη χρονιά θα παιχτούν διάφορα εκλογικά στοιχήματα. Αρχίσαμε με τις κυπριακές εκλογές, ακολουθούν οι ιταλικές, οι γερμανικές κτλ. Ο λαός μίας χειμαζόμενης εποχής καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε «καλούς» και «κακούς», ανάλογα της οπτικής.
Επειδή ανήκω στη λεγόμενη «αντι- μνημονιακή» ή «αντι- υφεσιακή» οπτική, θα σχολιάσω αναλόγως. Αφορμή το έργο της «μεξικανικής περιόδου» του Buñuel, Nazarin(1958). Ο μέγας σκηνοθέτης επιλέγει την καλή πλευρά του ακτιβισμού της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και αυτήν χτυπά. Ο παπάς του έργου είναι φτωχός, τίμιος, πιστός, με σωστή θεολογική κατάρτιση, ταπεινός και ολιγαρκής. Απορρίπτει τον θαυμασμό που προκαλεί ο ίδιος, σπεύδει να βοηθήσει τους χωρικούς που πάσχουν από πανούκλα, έρχεται σε αντίθεση με την επίσημη, θεσμική εκκλησία, αποκρύπτει μία δολοφόνο με κίνδυνο της ζωής του, υφίσταται εξευτελισμούς και ταπεινώσεις. Τι άλλο μπορεί να θέλει κανείς;
O Buñuel όμως βάζει την εικόνα του εσταυρωμένου να γελά (γεγονός που του κόστισε την καταδίκη της εκκλησίας). Ο ληστής που σώζει τον παπά από τις ταπεινώσεις των συναδέλφων του προς αυτόν, του απαντά ότι αυτός είναι κακός, ο παπάς καλός, και οι δύο είναι μέσα στη ζωή. Απηχήσεις νιτσεϊκής κριτικής. Ο παπάς στο τέλος θα χάσει από τη ζωή, στην οποία τόσο πολύ πόνταρε. Οι δύο γυναίκες θα τον αφήσουν, μετά το ανολοκλήρωτο του έρωτα τους, και θα βαδίσει προς το τέλος, αμφιταλαντευόμενος όσον αφορά στην αποστολή του.
Ο απόλυτα θετικός κοινωνικός ακτιβισμός της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αποδομείται όχι γιατί είναι κακός ή υποκριτικός, αλλά διότι είναι ακριβώς κοινωνικός ακτιβισμός. Και η αποδόμηση προχωρά ακόμη περισσότερο γιατί ο Buñuel ακριβώς θαυμάζει αυτόν τον ακτιβισμό, τον οποίο πολύ καλά γνωρίζει από τη θητεία του στα έδρανα των Ιησουϊτών.
Η via negativa της Ορθόδοξης Εκκλησίας θα βάλει έναν αστερίσκο. Ο αποφατισμός της καθ’ ημάς πίστης αποτρέπει την απόλυτη κοινωνική εξωστρέφεια, επιλέγοντας μία άλλη πτυχή, αυτή της απομόνωσης και της νοερής προσευχής, του ασκητισμού. Αποφεύγονται οι κακοτοπιές του κοινωνικού, τηρουμένων των αποστάσεων όπως μόνο μία αληθινή πίστη ή ένας ευφυής ελληνικός λόγος ξέρει να κάνει.
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον Λιλλίκα και τον Αναστασιάδη; Με τον Σύριζα και τους ΒενιζελοΣαμαράδες; Απλά, σκέφτομαι ότι σε ζόρικές εποχές όπως είναι η σημερινή, που επειδή είναι ζόρικες είναι και περισσότερο αληθινές, δεν έχει τελικά και πολύ νόημα να ποντάρεις ανάμεσα στο (δικό σου) κοινωνικά «καλό» και «κακό». Αυτές οι εποχές απαιτούν πνευματικότητα ή, επί το κοσμικότερο, χαρισματικότητα. Λυπάμαι για τον Λιλλίκα ή θα λυπηθώ αν βγει και πάλι η Μέρκελ, αλλά μέχρι εκεί. Δεν μπορώ να ποντάρω ούτε στον Λιλλίκα, ούτε στο SPD, ούτε στον όψιμα αντι- ευρωπαϊστή Μπερλουσκόνι. Άλλωστε- και το έργο το δείχνει αυτό- ανάμεσα στο μέτριο και στο χειρότερο, η μάζα θα επιλέγει το χειρότερο, απουσία του πνευματικά/ χαρισματικά καλύτερου. Το κοινωνικό απαιτεί πνευματικό μπόλιασμα, αλλιώς θα σου γυρίσει την πλάτη, και θα έχει το δικό του δίκιο.
Έστω πάντως και έτσι, ο αγώνας συνεχίζεται….
Επειδή ανήκω στη λεγόμενη «αντι- μνημονιακή» ή «αντι- υφεσιακή» οπτική, θα σχολιάσω αναλόγως. Αφορμή το έργο της «μεξικανικής περιόδου» του Buñuel, Nazarin(1958). Ο μέγας σκηνοθέτης επιλέγει την καλή πλευρά του ακτιβισμού της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και αυτήν χτυπά. Ο παπάς του έργου είναι φτωχός, τίμιος, πιστός, με σωστή θεολογική κατάρτιση, ταπεινός και ολιγαρκής. Απορρίπτει τον θαυμασμό που προκαλεί ο ίδιος, σπεύδει να βοηθήσει τους χωρικούς που πάσχουν από πανούκλα, έρχεται σε αντίθεση με την επίσημη, θεσμική εκκλησία, αποκρύπτει μία δολοφόνο με κίνδυνο της ζωής του, υφίσταται εξευτελισμούς και ταπεινώσεις. Τι άλλο μπορεί να θέλει κανείς;
O Buñuel όμως βάζει την εικόνα του εσταυρωμένου να γελά (γεγονός που του κόστισε την καταδίκη της εκκλησίας). Ο ληστής που σώζει τον παπά από τις ταπεινώσεις των συναδέλφων του προς αυτόν, του απαντά ότι αυτός είναι κακός, ο παπάς καλός, και οι δύο είναι μέσα στη ζωή. Απηχήσεις νιτσεϊκής κριτικής. Ο παπάς στο τέλος θα χάσει από τη ζωή, στην οποία τόσο πολύ πόνταρε. Οι δύο γυναίκες θα τον αφήσουν, μετά το ανολοκλήρωτο του έρωτα τους, και θα βαδίσει προς το τέλος, αμφιταλαντευόμενος όσον αφορά στην αποστολή του.
Ο απόλυτα θετικός κοινωνικός ακτιβισμός της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αποδομείται όχι γιατί είναι κακός ή υποκριτικός, αλλά διότι είναι ακριβώς κοινωνικός ακτιβισμός. Και η αποδόμηση προχωρά ακόμη περισσότερο γιατί ο Buñuel ακριβώς θαυμάζει αυτόν τον ακτιβισμό, τον οποίο πολύ καλά γνωρίζει από τη θητεία του στα έδρανα των Ιησουϊτών.
Η via negativa της Ορθόδοξης Εκκλησίας θα βάλει έναν αστερίσκο. Ο αποφατισμός της καθ’ ημάς πίστης αποτρέπει την απόλυτη κοινωνική εξωστρέφεια, επιλέγοντας μία άλλη πτυχή, αυτή της απομόνωσης και της νοερής προσευχής, του ασκητισμού. Αποφεύγονται οι κακοτοπιές του κοινωνικού, τηρουμένων των αποστάσεων όπως μόνο μία αληθινή πίστη ή ένας ευφυής ελληνικός λόγος ξέρει να κάνει.
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον Λιλλίκα και τον Αναστασιάδη; Με τον Σύριζα και τους ΒενιζελοΣαμαράδες; Απλά, σκέφτομαι ότι σε ζόρικές εποχές όπως είναι η σημερινή, που επειδή είναι ζόρικες είναι και περισσότερο αληθινές, δεν έχει τελικά και πολύ νόημα να ποντάρεις ανάμεσα στο (δικό σου) κοινωνικά «καλό» και «κακό». Αυτές οι εποχές απαιτούν πνευματικότητα ή, επί το κοσμικότερο, χαρισματικότητα. Λυπάμαι για τον Λιλλίκα ή θα λυπηθώ αν βγει και πάλι η Μέρκελ, αλλά μέχρι εκεί. Δεν μπορώ να ποντάρω ούτε στον Λιλλίκα, ούτε στο SPD, ούτε στον όψιμα αντι- ευρωπαϊστή Μπερλουσκόνι. Άλλωστε- και το έργο το δείχνει αυτό- ανάμεσα στο μέτριο και στο χειρότερο, η μάζα θα επιλέγει το χειρότερο, απουσία του πνευματικά/ χαρισματικά καλύτερου. Το κοινωνικό απαιτεί πνευματικό μπόλιασμα, αλλιώς θα σου γυρίσει την πλάτη, και θα έχει το δικό του δίκιο.
Έστω πάντως και έτσι, ο αγώνας συνεχίζεται….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου